πατριαρχία

πατριαρχία
η
1. το αξίωμα, η εξουσία του πατριάρχη.
2. περίοδος διοίκησης του πατριάρχη.
3. σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, όπου ο ανώτατος αρχηγός της οικογένειας είναι ο πατέρας (αντίθ. μητριαρχία).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πατριαρχία — Τύπος κοινωνικής οργάνωσης στον οποίο την κυριαρχία και την εξουσία την έχει ο πατέρας. Η π. στους ιστορικούς χρόνους τείνει να γίνει προοδευτικά η επικρατέστερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, αντικαθιστώντας τη μητριαρχία. Σημαντικότατο ιστορικό… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Ιερεμίας — I (Αναθώθ, Βασίλειο του Ιούδα 650 π.Χ. – Αίγυπτος περ. 590 π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά από τους μείζονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Εμφανίστηκε στον δημόσιο βίο το 626 π.Χ., σε πολύ νεαρή ηλικία. Πολλά από τα κηρύγματά… …   Dictionary of Greek

  • патриархия — др. русск. патриархиɪа, с ХIV в. (см. Срезн. II, 889). Заимств. из греч. πατριαρχεῖον патриархат, резиденция патриарха или πατριαρχία патриарший сан …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Patriarchat (Kirche) — Ein Patriarchat (sächlich; griechisch πατριαρχία, von πατήρ, patér Vater und αρχή, arché „Ursprung“, „Herrschaft“) ist ein Verband von Bistümern an deren Spitze ein Patriarch steht. Ein Patriarchat ist das Jurisdiktionsgebiet eines Patriarchen… …   Deutsch Wikipedia

  • Иоаким III (Патриарх Константинопольский) — В Википедии есть статьи о других людях с именем Иоаким. Иоаким III Ἰωακεὶμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής Патриарх Иоаким III …   Википедия

  • отьчьство — ОТЬЧЬСТВ|О (107), А с. 1.Родина, отечество: не прѣстаита молѧщасѧ. за отьчьство ваю. Стих 1156–1163, 100; семѹ ѹбо великомѹ ѡц҃ю. ѡч҃ьство ѹбо. великоименитыи сь кост˫антинь градъ. (πατρίς) ЖФСт к. XII, 36; о блажена˫а страстотьрпьца хр(с)ва не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Иоаким III — В Википедии есть статьи о других людях с именем Иоаким. Иоаким III Ἰωακεὶμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής Патриарх Иоаким III …   Википедия

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”